ποθήν

ποθήν
ποθή
longing
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποθή — ἡ, Α 1. πόθος, σφοδρή επιθυμία («οἵ μέγ ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» Ομ.) 2. επιθυμία για κάτι που λείπει, στέρηση («οὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», Ομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ., αντί τού πόθος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”